Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Γεγονότα του 1940 στο Βουλιαράτι Αργυροκάστρου -Μια μαρτυρία μαχητή του'40

Γεγονότα του 1940 στο Βουλιαράτι
Μια μαρτυρία μαχητή του’40 και ένας ύμνος για το χωριό και τους ανθρώπους του

Εχουν περάσει 70 χρόνια από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και συνεχώς έρχονται στο φως μαρτυρίες πολεμιστών αυτού του αγώνα οι οποίες φωτίζουν ακόμη περισσότερο τα γεγονότα της εποχής εκείνης.
Στρ.Δημ.Μαστέλλος
Μια τέτοια μαρτυρία είναι και αυτή του επίστρατου μαχητή του’40 Δημητρίου Μαστέλου του Γεωργίου από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 όταν ήχησαν οι σειρήνες που καλούσαν σε επιστράτευση ο Δημήτρης Μαστέλλος, εγκατέλειψε το χωριό του, κατατάχθηκε στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού και έτρεξε στο μέτωπο να πολεμήσει.
Στις 30 Νοεμβρίου 1940(1)βρέθηκε στα υψώματα του Βουλιαρατίου. Εκεί τραυματίστηκε.
Μετά από έρευνα εντοπίσαμε την οικογένειά του η οποία μας πρόσφερε το βιβλίο του με τίτλο» «Οδοιπορικό του έπους 1940» που επιμελήθηκε η κόρη του Ελίνα Μαστέλλου –Γιαννάκενα.
Ιωάννης και Αμαλία Ζιώγκα



Το απόσπασμα που παραθέτουμε αναφέρεται στον τραυματισμό του στο Βουλιαράτι και τη φροντίδα και περιποίηση που δέχτηκε από την οικογένεια των Βουλιαρατινών Γιάννη και Αμαλίας Ζιώγκα στο σπίτι των οποίων κατέφυγε μαζί με ένα τραυματία συμπολεμιστή του.

 Ας παρακολουθήσουμε το οδοιπορικό του.
 30 Νοεμβρίου 1940,(1) ώρα 8 τo πρωί! Αριστερά μας, ψηλά στo ύψωμα ήταν το 12ο Σύνταγμα Πατρών και δεξιά μας προς Κακκαβιά τo 39ο Σύνταγμα Μεσολογγίου. Οκτώ η ώρα ακριβώς ακούστηκε η βροντερή φωνή του λοχαγού: 
     «Έφ όπλου λόγχη!» και ταυτόχρονα είχε δοθεί η ίδια εντολή σε όλη τη γραμμή από Κορυφής έως Κακκαβιάς, από το στρατηγείο.
     Την ίδια στιγμή οι σαλπιγκτές έδιναν με τις σάλπιγγες το σύνθημα «προχωρείτε-προχωρείτε. Ανατρίχιασα. Ανάμικτα συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα μου.
Ενθουσιασμός, συγκίνηση κι αυτό το δυνατό αίσθημα ότι υπερασπιζόμουν αυτή την στιγμή ό,τι ιερότερο είχα, την τιμή και το δίκαιο της πατρίδος μου. Όλα αυτά με γέμισαν έναν αυθορμητισμό, πού πιστεύω ότι όλοι μας έτσι σκεπτόμαστε: να ριχτούμε στην μάχη και να νικήσουμε με κάθε τρόπο τον εχθρό!.
Οι αλαλαγμοί μας έφθαναν στον ουρανό. Κι έτσι μ' αυτό τo σύνθημα ξεκινήσαμε αλαλάζοντες συνθήματα ενθουσιώδη όπως: « Αέρα- Αέρα! Στην θάλασσα τους Ιταλούς! Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Βόρειος Ηπειρος!», και προχωρούσαμε προς κατάληψη του χωριού.
Όταν φθάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Βουλιαράτες, απευθύνεται σε μένα αγριεμένος ο ανθυπολοχαγός Καρβέλης (2) και μου λέει:

-«Προχώρα στο κέντρο του χωριού και εγώ πάω δεξιά να πιάσω τα μεταγωγικά με κανόνια ορειβατικού πυροβολικού που είχαν κυκλώσει οι δικοί μας.» Ηταν η τελευταία στιγμή που είδα τον Καρβέλη. Χάθηκε τρέχοντας από τα μάτια μου, καθώς προχωρούσα προσεκτικά προς το κέντρο του χωριού εκτελώντας τη διαταγή του. Οι άνδρες είχαν μοιραστεί. Κάποιοι τον ακολούθησαν, άλλοι προχωρούσαμε μαζί ακροβολισμένοι, κοντά στα σπίτια, στον δρόμο του χωριού, προς τα εκεί που πιστεύαμε ότι θα βρίσκαμε την πλατεία. Νοιώθαμε πίσω από τα παραθυρόφυλλα μάτια να μας παρακολουθούν. Ελπίζαμε να ήσαν φιλικά και τότε, άρχισαν να τερετίζουν τα μυδραλιοβόλα. Όλμοι έπεφταν από παντού, εμείς προσπαθούσαμε να καλυφθούμε χωρίς να διαλυθούμε, να οχυρωθούμε κάπου και να απαντήσουμε στα πυρά. Με κοφτές διαταγές ένας λοχίας μας οδήγησε προς το ύψωμα Αγιος Αθανάσιος από τη μιά πλαγιά του χωριού. Πυροβολούσαμε προς το σημείο που φαίνονταν τα εχθρικά πυρά. Κάποιοι από τους δικούς μας που είχαν προηγηθεί και βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του χωριού χωρίς να τους έχουν πάρει είδηση οι Ιταλοί, έκαναν αιφνιδιαστική έφοδο. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μπροστά στα μάτια μας, καθώς ξεχυθήκαμε κι εμείς με  "Αέρα! Αέρα!", ξετυλίχθηκαν στιγμές ηρωισμού.

Η μάχη προχωρούσε, εμείς προωθούμεθα για να ενωθούμε με τους υπολοίπους. Ένας δικός μας, τόσο μπαρουτοκαπνισμένος, ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του, είχε πιάσει κάποιους Ιταλούς αιχμαλώτους. Υπό την απειλή  του όπλου του, οδηγούσε τρεις - τέσσερεις φρατέλλους  προς ένα δίπατο  σπίτι.

Ήσαν αξιοθρήνητοι. Με τα χέρια ψηλά έκλαιγαν και κάτι έλεγαν σιγανά. Σαν παρακάλια μου φάνηκαν. Όλα αυτά τα είδα και τα αντελήφθην με την άκρη των ματιών μου σε κλάσματα δευτερολέπτων. Συνέχισα να τρέχω μαζί με τους άλλους κρατώντας το όπλο μου στο χέρι στο ύψος του ποδιού μου. Εκείνη την στιγμή έκρηξη, λάμψη, πόνος, όλα μαζί και μετά σκοτάδι.

Όταν συνήλθα, ο πόνος μου τρύπαγε το μυαλό. Ήμουν μόνος, δεν ήξερα τι ώρα ήτο, δεν ήξερα τι είχε γίνει στην μάχη και το πόδι μου αιμορραγούσε και πονούσε αβάσταχτα. Είχα παγώσει και με δυσκολία προσπάθησα να τραβήξω από το γυλιό μου κάτι από το κουτί πρώτων βοηθειών για να δέσω το πόδι μου. Βλέποντας το αίμα να τρέχει ένοιωσα στο στόμα μου μία λιγούρα, στα μάτια μία θολούρα, μία ζάλη. Μόνος εκεί, μέσα στην λάσπη, στην παγωνιά, έκλαψα καθώς θυμόμουν τα λόγια του πατέρα μου για τις κακουχίες. Τότε, άκουσα λίγο πιο πέρα βογκητά και συνειδητοποίησα ότι η μάχη είχε σταματήσει, δεν ακούγονταν ούτε πυροβολισμοί, ούτε όλμοι, ούτε τίποτα. Αγωνία με κυρίευσε για την έκβασή της. Κοίταξα γύρω μου για το όπλο μου. Ηταν πιο πέρα διαλυμένο. Ο όλμος το είχε διαλύσει πριν με κτυπήσει.

- Συνάδελφε, με ακούς; άκουσα λίγο πιο κάτω μία φωνή. Τα χείλη μου ήταν ξερά, προσπάθησα να μιλήσω, μα η φωνή μου δεν έβγαινε.

- Ζεις ρε; ξαναφώναξε πάλι.

- Ζω! απάντησα με κόπο. Προσπάθησα να κουνηθώ λίγο αλλά ο πόνος μου έκοψε την ανάσα.

Άκουγα τον άλλον να έρχεται σκυφτά προς το μέρος μου βογγώντας  σιγανά.

- Που κτύπησες εσύ; τον ρώτησα χαμηλόφωνα.

- Στο χέρι, εσύ;

- Στο πόδι!
Είχε πια πλησιάσει.

- Συνάδελφε! αφού δεν μας φάγανε οι παλιομακαρονάδες, πάλι καλά!

Τον ρώτησα για την μάχη. Δεν ήξερε κι αυτός σίγουρα, - Μάλλον νικήσαμε, μου απάντησε, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Το χέρι του κρεμόταν και μία άσχημη πληγή φαινόταν μέσα από το σκισμένο και καμένο του μανίκι. Τον βοήθησα να το δέσει, ώστε να σταματήσουμε την αιμορραγία. Τον έλεγαν Κώστα κι ήταν από ένα χωριό της Κορίνθου. Τότε, αφού δέσαμε το χέρι του όσο καλύτερα μπορούσαμε, σχίσαμε με την ξιφολόγχη του την σκελέα μου. Το πόδι αιμορραγούσε συνεχώς. Έπρεπε να το δέσουμε. Από το γυλιό τραβήξαμε μία φανέλα. Την κόψαμε στα δύο και δέσαμε το πόδι επάνω και κάτω από το γόνατο σφιχτά. Προσπάθησα να τεντώσω λίγο το πόδι μου κρατώντας το με το χέρι μου. μήπως έτσι αντιληφθώ το μέγεθος της  ζημιάς. Τότε ένοιωσα έναν πόνο οξύ, διαπεραστικό και ταυτοχρόνως, κάτι να πέφτει στην χούφτα μου. Ηταν το βλήμα που  με είχε κτυπήσει. Από μία παραξενιά της τύχης κρατούσα στο χέρι μου το γύρισμα της ζωής μου. Το έβαλα μ' ένα μικρό, ίσως μοιρολατρικό χαμόγελο στον γυλιό μου. ‘Ηθελα να το φυλάξω αυτό το βλήμα, που είχε απ'ότι φαίνεται εξοστρακιστεί στο όπλο μου -το όποιον και διέλυσε- πριν με κτυπήσει, ως ενθύμιο αυτής της μάχης, ως παράσημο της δικής μου συνεισφοράς αίματος για την αγαπημένη μου πατρίδα και την ελευθερία της, για τα ιερά μου ιδανικά. Το έφερα μαζί μου σαν γύρισα ζωντανός αργότερα και το έχω για να θυμάμαι τα γεγονότα αυτά να το δείχνω στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και να τους διηγούμαι αυτή την ιστορία, όπως έφερε ο μακαρίτης ο πατέρας μου τα παράσημα του από τις νίκες που του θύμιζαν τις ηρωικές και συνάμα τραγικές στιγμές εκείνων των μαχών το 1912, 1913 έως και το 1917... Όστροβον, Σόροβιτς, Κορυτσά! Κιλκίς-Λαχανά, Κρέσνα-Τσουμαγιά. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, συναισθανόμενος την συνέχεια, την αλυσίδα, την διάρκεια των υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδος Αγώνων των Ελλήνων Ηταν  η σειρά της δικής μου της γενιάς.

Τότε από το ύψωμα ακούσαμε ελληνικές φωνές και είδαμε δικούς μας στρατιώτες να προχωρούν παρατεταγμένοι προς το χωριό. Φωνάξαμε να μας βοηθήσουν, μα οι φωνές μας από την αιμορραγία, τον πόνο είχαν εξασθενήσει. Αλλά και από την φασαρία πού έκαναν οι ίδιοι δεν ήταν δυνατόν να μας ακούσουν. Τους βλέπαμε να απομακρύνονται και απογοητευθήκαμε!

-Μήπως σε κρατάνε τα πόδια σου να πάς εσύ να τους φθάσεις; ρώτησα τον συνάδελφο. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

-Δεν σ'αφήνω μόνο σου, μου είπε. Με συγκίνησε η αυταπάρνηση και η ευγένεια της ψυχής του! Δεν κοίταξε τον εαυτό του όπως ίσως θα έκαναν οι περισσότεροι. Έμεινε πίσω για μένα. Ειλικρινά τα πιο ζεστά και βαθιά ανθρώπινα αισθήματα ευγνωμοσύνης κατέκλυσαν την ψυχή μου. Τότε ο συνάδελφος Κώστας, έσκυψε και δείχνοντας μου την πλάτη, του μου είπε.

- Ανέβα Μίμη στην πλάτη μου και κρατήσου καλά. Αν μείνουμε εδώ να περιμένουμε, θα παγώσουμε από το κρύο. Ας προσπαθήσουμε μόνοι μας να πάμε σε κάποιο σπίτι και μετά, βλέπουμε.
Είχε δίκαιο. Με κόπο και πόνο και μετά οπό πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κατόρθωσα να ανεβώ στην πλάτη του. Το χέρι του πονούσε, το πόδι μου το ίδιο και είχαμε αρχίσει να μουδιάζουμε από το κρύο, αλλά τα καταφέραμε. Η βροχή είχε ξαναρχίσει. Τα γκρίζα σύννεφα κι η ομίχλη μας τριγύριζαν σαν σάβανο. Σαν μεθυσμένοι κατηφορίσαμε προς το χωριό. Το θέαμα για κάποιον τρίτο θα ήταν κωμικοτραγικό. Οι πόνοι μας γίνονταν αβάσταχτοι. Ο Κώστας είχε λαχανιάσει. Η αιμορραγία στο χέρι του, το βάρος μου και το κρύο τον είχαν εξουθενώσει. Το καταλάβαινα κι η ευγνωμοσύνη μου για την πράξη του πλημμύριζε την ψυχή μου. Θα μπορούσε να με είχε αφήσει εκεί που με βρήκε. ‘Η να φύγει μόνος του και να προσπαθήσει να ειδοποιήσει για μένα..ή...πολλά τα ή... Όμως όχι. Βρισκόμαστε κι οι δύο, ο ένας επάνω στον άλλον σ' έναν λασπωμένο χωματόδρομο, ενός Βορειοηπειρωτικού  χωριού, τραυματισμένοι, εξαντλημένοι, ανήμποροι πλέον μα όμως αλληλέγγυοι και Δόξα τω Θεό, ζωντανοί. Η Μεγαλόχαρη μας είχε σκεπάσει και μας είχε σώσει.  
Το σπίτι ιδιοκτησίας Ιωάννου και Αμαλίας Ζιώγκα



Μπροστά μας υψωνόταν ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι (3) με πολλά παράθυρα από την πλευρά του δρόμου και μια τεράστια ξύλινη αυλόπορτα. Κτυπήσαμε δυνατά και κροταλίσαμε το σιδερένιο ζεμπερέκι. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα στην εσωτερική αυλή και σύρτες να τραβιούνται. Η πόρτα μισάνοιξε, ένα κεφάλι πρόβαλε λίγο διστακτικά πίσω από το πορτόφυλλο και αμέσως, ω του θαύματος, η πόρτα άνοιξε!

Αμαλία Ζιώγκα (1905-2002)
Μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα στεκόταν στην είσοδο.  Μας κοίταξε καλά και σταδιακά πέρασαν από το πρόσωπο της διάφορες εκφράσεις. Συγκινημένη γονάτισε επάνω στις λασπωμένες πέτρες της αυλής κι έσκυψε το αρχοντικό της μαντηλοφορεμένο  κεφάλι και φίλησε τα πόδια μας. Μα τι κάνετε εκεί; ρωτήσαμε με όση φωνή μας είχε απομείνει μ' ένα στόμα κι οι δύο.
-Είχα ορκιστεί να φιλήσω τα πόδια των ελευθερωτών μας! Τα πόδια των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών που θα έφθαναν στο χωριό μας, στο σπιτικό μας ελευθερωτές! 

Τα μάτια μας έσταζαν δάκρυα. Τέτοια υποδοχή δεν την φανταζόμαστε. Δάκρυα κυλούσαν κι από τα δικά της μάτια. Σηκώθηκε, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κι άπλωσε τα χέρια της  σε μία κίνηση, σε μία αγκαλιά να περάσουμε.

- Περάστε παλικάρια μας! Περάστε αδέλφια μας! Περάστε ελευθερωτές μας!

Τότε κατάλαβε το πόσο τραυματισμένοι είμαστε. Έβαλε μια φωνή και μας βοήθησε να φθάσουμε στην σκάλα. Εκεί έγειρε ο Κώστας και με ακούμπησε όσο πιο σιγά μπορούσε στα σκαλοπάτια. Εβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και σωριάστηκε πλάι μου ξέπνοος από την τόση υπεράνθρωπη προσπάθεια που είχε καταβάλει.

Για πότε γέμισε η σκάλα, η αυλή φωνές και πρόσωπα δεν καταλάβαμε. Σαν να σήμανε συναγερμός. Μας ελευθέρωσαν από τους γυλιούς, τις μουσκεμένες χλαίνες, τα κράνη και τ'άμπέχωνα.

Σε λίγο, ο ψυχογιός της αρχόντισσας έκοβε μ' ένα ψαλίδι το παντελόνι μου. Η εικόνα που παρουσίαζε το πόδι μου με άφησε άφωνο. Ηταν καταμέλανο κι αιμορραγούσε σε πολλά σημεία. Αλλά το κυρίως τραύμα ήταν στο γόνατο. Το κοίταζα κι έκανα τον σταυρό μου. "Παναγία μου! Άγιε μου Γεράσιμε κι Άγιε μου Βλάση!" ψιθύρισα. Θα ξαναπερπατήσω; Θα μείνω κουτσός ή μήπως και μου κόψουν το πόδι; Οι σκέψεις θόλωσαν το μυαλό μου. Ανησύχησα πολύ για το πόδι μου. Μα οι περιποιήσεις και η αγάπη με την οποίαν μας περιέβαλαν αυτοί οι άνθρωποι μας έκαναν τόση εντύπωσα. Σε λίγο μας έπλυναν με ζεστό νερό, μας έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσουμε και μας έβαλαν σε κρεβάτια να αναπαυθούμε και να κοιμηθούμε. Τα λευκά σεντόνια έτριζαν από καθαριότητα, κολλαρισμένα και μοσχοβολούσαν λεβάντα. Μας σκέπασαν με υφαντές κουβέρτες. Το πόδι μου το είχαν τυλίξει με επιδέσμους και ένα αφέψημα πού μου είχαν δώσει είχε λιγοστέψει τους πόνους μου.

Ο Νικολιός ο παραγιός είχε πάει στην πλατεία να ειδοποιήσει τον στρατό για μας. Το τί γινόταν στην πλατεία μας είπε όταν γύρισε, χαλασμός! Γλέντι τρικούβερτο! Οι χωριανοί πανηγύριζαν την Ελευθερία τους! Μα και στο σπίτι του νοικοκύρη Γιάννη Τσόγκα (πρόκειται για τον Γιάννη Ζιώγκα) που ήταν στην Αμερική και είμαστε φιλοξενούμενοί του καθώς μας είπαν, έγινε μεγάλο γλέντι. Αργότερα μας έφεραν να φάμε. Ώ Θεέ μου μεγαλεία.

 Από μία μεγάλη πορσελάνινη σουπιέρα μας σέρβιραν αχνιστή κοτόσουπα με τραχανά, αυγοκομμένη. Με λεμόνι και πιπεράκι. Τρώγοντας κάναμε κι εμείς γλέντι. Νηστικοί, πεινασμένοι, κακοπαθημένοι, μας φάνηκε ότι δεν είχαμε ξαναφάει πιό νόστιμη σούπα! 'Ακολούθησε ο μεζές... πανδαισία. Ούτε στα πλουσιότερα ανάκτορα, ούτε τα πολυτελέστερα εδέσματα δεν θα μας έκαναν τόση ευχαρίστηση κι εντύπωση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την φιλοξενία τους, την αγάπη τους, την προσφορά τους, τον ελληνισμό τους. Ας είναι καλά όσοι απ’αυτούς τους ανθρώπους ζούνε, κι ο Κύριος ας αναπαύει τις ψυχές των κεκοιμημένων που  μας άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους.

Η οικοδέσποινα έδωσε το πρόσταγμα να μας αφήσουν να κοιμηθούμε. Πριν φύγει μας έδωσε πάλι το αφέψημα και πράγματι κοιμηθήκαμε βαριά σαν μολύβι. Ηταν η κούραση, ήταν η αϋπνία τόσων ημερών, το αίμα που είχα χάσει, ο πόνος που με κατέβαλε, η συγκίνηση; Δεν ξέρω. Κοιμήθηκα σαν μωρό.

Το πρωί μας ξύπνησαν οι ζητωκραυγές από τον δρόμο. Μπήκε η νοικοκυρά κι άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Του 'Αγίου Νικολάου σήμερα κι οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα. Σύρθηκα μέχρι το παράθυρο. Ο Κώστας είχε ήδη πιάσει θέση. Τι ήταν εκείνο που αντικρίσαμε Θεέ μου; Όλο το χωριό είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Σε κάθε παράθυρο ανέμιζε από μία ελληνική σημαία. Τις είχαν υφάνει στους αργαλειούς, τις φύλαγαν στην κασέλα τους γι'αυτήν την ώρα, την ώρα της λευτεριάς. Μ'αυτό τον βαθιά κρυφό πόθο ζούσαν οι Βορειοηπειρώτες. Και τώρα βίωναν οι άνθρωποι σαν σε όνειρο, αυτό που χρόνια περίμεναν: την λευτεριά τους.
Στο αρχοντόσπιτο, οι περιποιήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Μας έφεραν ζεστό, φρεσκοαρμεγμένο γάλα, καφέ, χονδρές φέτες ψωμί, τουλουμίσιο τυρί και μέλι. Όταν αποφάγαμε και πήραμε και πάλι το ευπρόσδεκτο πια αναλγητικό αφέψημα, η οικοδέσποινα μας είπε ότι περίμεναν με λαχτάρα να μας δουν κάποιοι συγχωριανοί της. Εμάς;  Ναι  Διότι σ'εσάς βλέπουμε τους ελευθερωτές. Τα παιδιά μας. Αυτούς που τραυματίστηκαν απελευθερώνοντας το χωριό μας. Αυτό που ακολούθησε ήταν πάνω από τη φαντασία μας. Παρέλασε όλη η γειτονιά να μας ευχηθεί τα δέοντα. Με περηφάνια και συγκίνηση δεχθήκαμε τις εκδηλώσεις αγάπης και πατριωτικού ενθουσιασμού των κατοίκων του χωριού. Μέσα σ'αυτό το κλίμα έφθασαν και οι τραυματιοφορείς του λόχου να μας μεταφέρουν στο πρόχειρο ιατρείο που είχε συσταθεί για την περίθαλψη των τραυματιών. Έτσι, με συγκίνηση κι αισθήματα ευγνωμοσύνης, αποχαιρετήσαμε την φιλόξενη ευεργέτιδά μας, την οικογένεια της και το σπιτικό της που μας αγκάλιασε με τόση στοργή και φροντίδα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτούς τους ανθρώπους. Θα τους ευγνωμονώ όσο ζω και θα προσεύχομαι γι αυτούς. Το μικρό διάλειμμα της ανάπαυλας, των περιποιήσεων, της ζεστασιάς, της οικογενειακής θαλπωρής τελείωσε. Πίσω στην ζωή του πολεμιστή τώρα. Στο αντίσκηνο που λειτουργούσε σαν ιατρείο ο γιατρός μας εξέτασε. Έβγαλε την σφαίρα από το χέρι του Κώστα, τον έραψε, τον περιποιήθηκε και τον έστειλε να του γράψουν αναρρωτική άδεια. Μετά γύρισε σ' έμενα. Με κατάπληξη με άκουσε να του διηγούμαι για το πώς έπεσε το θραύσμα της οβίδας μέσα στην χούφτα μου. Και με ακόμα μεγαλύτερη κατάπληξη διαπίστωσε ότι το γόνατο και τα κόκαλα δεν είχαν πειραχτεί. Εκανε τον σταυρό του. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο διαμπερές τραύμα που να μην έχουν πειραχτεί τα οστά ή τα νεύρα. Μου είπε ότι ήμουν τυχερός στην ατυχία μου και με περιποιήθηκε με μεγάλη προσοχή.
- Άγιο είχες! μου είπε χαμογελώντας. Με καθησύχασαν τα λόγια και η συμπεριφορά του κι ευχαρίστησα και πάλι την Παναγία, τον Άγιο Γεράσιμο και τον Άγιο Βλάσιο πολιούχους του Ξυλοκάστρου και προστάτες μου. Και βέβαια τον Άγιο Σάββα που γιόρταζε την ημέρα που τραυματίστηκα.

Από κει και  μετά οι διαδικασίες ακολούθησαν τον δρόμο τους με ρυθμούς χελώνας, πολλά εμπόδια και δυσκολίες λόγω των συνθηκών πολέμου και του χειμώνα που έπεφτε βαρύς. Διακομισθήκαμε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και από εκεί στο Μεσολόγγι.

Εδώ θα ήθελα να σταθώ στον αποχαιρετισμό μου με τον Κώστα, ο οποίος έφυγε απ' τα Γιάννενα για το σπίτι του με άδεια ενός μηνός. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε σαν μικρά παιδιά. Είναι αλήθεια ότι ο τραυματισμός μου με είχε κάνει πολύ ευσυγκίνητο.

Μου έσωσες την ζωή, ο Θεός να σου δίνει πάντα υγεία κι ευτυχία κι ότι άλλο επιθυμείς, του ευχήθηκα  με ευγνωμοσύνη. Καλή  αντάμωση!

Το  ίδιο θα έκανες κι εσύ, μου απάντησε ταπεινά. Περαστικά. Και καλή αντάμωση.  Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα.

 Εδώ τελειώνει η μαρτυρία του για τα γεγονότα στο Βουλιαράτι. Ο Μαστέλλος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Μεσολογγίου και στη συνέχεια στο νοσοκομείο Λουτρακίου για να επουλωθεί το τραύμα του.
  Επέστρεψε στο σπίτι του και το 1995 έφυγε απ’τη ζωή. Στο τέλος του βιβλίου του αναφέρει επί λέξει "Είμαι ευγνώμων δια βίου προς τους συμπολεμιστές μου που στάθηκαν κοντά μου στις δύσκολες στιγμές του πολέμου και προς την οικογένεια του Ιωάννου Ζιώγκα που μου πρόσφερε μαζί με τις πρώτες βοήθειες, αγάπη και καλοσύνη και μου έδειξε τον βαθύ ελληνισμό της ψυχής των βορειοηπειρωτών".

Υποσημειώσεις: 

[1] Στο βιβλίο αναγράφεται ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1940. Η ημερομηνία αυτή είναι λανθασμένη. Από δημόσια έγγραφα (βλ. απόσπασμα φύλλου μητρώου που παρατίθεται στη συνέχεια) προκύπτει ότι τραυματίστηκε στις 30 Νοεμβρίου 1940. Βλ. επίσης ΓΕΣ/ΔΙΣ "Ελληνική αντεπίθεσις σελ.97). Αναφέρεται ακόμη και  στον κατάλογο με τους 130 τραυματίες που διέσωσε ο δάσκαλος του χωριού Βουλιαράτι Γεώργιος Καλυβόπουλος με το λανθασμένο επώνυμο Γκαστέλος (βλ.Αγαθ.Παναγούλια "Οσοι δε γύρισαν από το μέτωπο -Αθήνα 2002 σελ.104).








(2) Ο Ανθγός Καρβέλης  Σπυρίδων με καταγωγή από το Μεσολόγγι τραυματίστηκε στις μάχες του υψώματος Αγίου Αθανασίου στο χ.Βουλιαράτι. Αναφέρεται στον κατάλογο με τους 130 τραυματίες όπως παραπάνω.
(3) Το φιλόξενο σπίτι που πρόσφερε βοήθεια και περιποίηση στους τραυματίες ήταν του Ιωάννου Ζιώγκα (1886-1975) και της Αμαλίας Ζιώγκα (1905-2002) και όχι Τσόγκα όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο βιβλίο του τραυματία μαχητή του' 40. Οι διαπιστώσεις αυτές έγιναν από επιτόπια έρευνα στο χωριό Βουλιαράτι απ'όπου και οι φωτογραφίες.