Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

ΕΥΧΕΣ

Εύχομαι σ'όλους τους αναγνώστες και φίλους
 ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ και ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
















Το ανέσπερο φως της Αναστάσεως να φωτίσει τους ισχυρούς της γης και να επικρατήσει ειρήνη στις ταραγμένες περιοχές του πλανήτη.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Γεγονότα του’40 στη Γλύνα Δρόπολης

Μια μαρτυρία μαχητή του’40
Συνεχίζοντας την ιστορική μου έρευνα για τους πεσόντες του’40, εντόπισα ένα μικρό βιβλίο του δάσκαλου Αλέξανδρου Λαζάνη, που περιλαμβάνει τις αναμνήσεις του από το μέτωπο του 1940.
Όπως γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα με το βιβλίο αυτό θέλει να εξωτερικεύσει, να κοινολογήσει και να περιγράψει μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά της ζωής του στο μέτωπο, στο σκληρό εκείνο πόλεμο του 1940, που δίκαια αποκλήθηκε Ελληνικό θαύμα.
Ανάμεσα στα πολλά που γράφει, αναφέρει και ένα περιστατικό που έζησε στο χωριό Γλύνα της Δρόπολης.
Γράφει τα εξής:
Μπαινοντασ στη γλυνα
"Η Γλύνα είναι το δεύτερο Ελληνικό χωριό μετά την Επισκοπή που την περάσαμε αμέσως μετά τα σύνορα. Η Επισκοπή έχει άφθονα νερά και πολλά μποστανικά. Η Γλύνα όμορφο χωριό, μ' ωραία Εκκλησιά και Σχολειό, με καθαρά Ελληνικό πληθυσμό που μιλάει και ζει Ελληνικά σ' όλες τις εκδηλώσεις του καθημερινού του βίου.
Είχαν περάσει απ' εδώ πριν από μας, χωρίς να σταματήσουν, τα πεζοπόρα τμήματα του Στρατού μας που κυνηγούσαν τον εχθρό για να μη χάσουν την επαφή μ' αυτόν. Η ημέρα ήταν από τις καλές χειμωνιάτικες ημέρες. Φτάνοντας στο μεσοχώρι του χωρίου, όπου βρίσκονταν οι περίφημες βρύσες της Γλύνας είδα με τα μάτια μου το  περιστατικό  ετούτο:
Μια γυναίκα, αντρογυναίκα θα 'λεγα, που φαίνεται πως δεν είχε ιδεί το στρατό που πέρασε την προηγουμένη ημέρα, τρέχει προς το μέρος της φάλαγγας των τμημάτων μας φωνάζοντας: "Που είστε χρυσά μου παιδιά! Καλώς ορίσατε ελευθερωτές μας" κι έπιασε τα λουριά από τα ηνία των αλόγων και τα φιλούσε.
Πιάνει και το ντουφέκι φαντάρου και το φιλούσε έξαλλη από χαρά και συγκίνηση μαζί. "Ζήτω η Ελλάδα παιδιά μου. Ζήτω η Ελλάδα μας". Κι όσες ημέρες μείναμε στη Γλύνα γι' ανάπαυση, η γυναίκα αυτή καθημερινά επισκεπτόταν όλους τους λόχους και συνομιλούσε μ' αξιωματικούς και φαντάρους.
Ομως η γυναίκα αυτή κι όλοι οι Έλληνες αυτού του χωριού κι όλης της Β. Ηπείρου έμειναν πάλι σκλάβοι".
Αυτά γράφει ο μαχητής του’40 για τη Γλύνα και τους ανθρώπους της.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Γεγονότα του’40 στη Δούβιανη Αργυροκάστρου

Δούβιανη Αργυροκάστρου -Μερική άποψη













Μια μαρτυρία Ελληνα Ανθυπολοχαγού του' 40
Στα χαμηλά αντερείσματα του Πλατυβουνίου (Μάλι Γκιέρ το λένε σήμερα) ανάμεσα στα χωριά Σωφράτικα και Χάσκοβο είναι χτισμένο το χωριό Δούβιανη της Δρόπολης.
Πριν από 70 χρόνια κατά τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο στην περιοχή της Δρόπολης έγιναν σημαντικά πολεμικά γεγονότα με τους οπισθοχωρούντες ιταλούς.
Την 1η Δεκεμβρίου στο ύψωμα Αγίου Αθανασίου στο Βουλιαράτι έγινε μια φονική μάχη με απώλειες από την Ελληνική πλευρά 15 νεκρούς και 130 τραυματίες.
Λίγο πιο κάτω στο ύψωμα 1160 του Πλατυβουνίου έγινε άλλη φονική μάχη με απώλειες 15 νεκρούς και 88 τραυματίες. Εδώ έπεσε νεκρός και ο ηρωϊκός ταγματάρχης Ζώης Ζακυνθινός για τον οποίο γίνεται εκτενής αναφορά σε προηγούμενες αναρτήσεις του ιστολογίου μου.
Ο Ελληνικός στρατός το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου συνέχισε τις επιθετικές του επιχειρήσεις και στις 7 Δεκεμβρίου είχε φθάσει στη γραμμή του υψώματος Μακρύκαμπος (ύψωμα 1537) και στο χωριό Δούβιανη.
Την επόμενη ημέρα καταλήφθηκε η Δερβιτσάνη και το Αργυρόκαστρο και ο πόλεμος μεταφέρθηκε βαθιά στο εσωτερικό της Αλβανίας.
Στην ιστορική έρευνά μου για τους πεσόντες του’40 εντόπισα το ημερολόγιο του τότε Ανθυπολοχαγού Ιάσονα Καλαμπόκα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» στις 17 Ιανουαρίου 1975 και ανάμεσα στα άλλα αναφέρει και τα εξής:
8 Δεκεμβρίου 1940
«Όλα μπορεί να τα υποφέρει κανείς εκτός από την πείνα. Περνάμε τη μέρα μας νηστικοί σε μια πλαγιά, καταχωμένοι στα χιόνια. Το βράδυ φεύγουμε πάλι. Στο δρόμο μας δίνουν ένα έκτο μια κουραμάνας, τέσσερα σύκα, μια ρέγγα και ένα κουτί τσιγάρα. Βαδίζουμε προς τη Δούβιανη. Το πρωί κατασκηνώνουμε σε ένα δάσος καχεκτικό, σχεδόν πεθαμένο. Εμείς όμως ζούμε ακόμα και η πείνα μας βασανίζει.
9 Δεκεμβρίου 1940
Ολη την ημέρα δεν φάγαμε τίποτα και το απόγευμα ξεκινάμε με άδειο στομάχι. Σε λίγο ξαναγυρίζουμε πίσω, σύμφωνα με μια διαταγή που μας προλαβαίνει στο δρόμο. Δίνω την κουβέρτα μου στον επιλοχία Αναστασάκο, παίρνω το φίλο μου Τσούνια και κατεβαίνουμε σ’ένα κοντινό χωριό (τη Δούβιανη) για να βρούμε στέγη και τροφή. Φως πουθενά. Πόρτες μανταλωμένες, παράθυρα κλειστά. Κτυπάμε και κανείς δεν μας ανοίγει. Ο ένστικτος φόβος έχει στρέψει τους χωρικούς χιλιάδες χρόνια πίσω. Γίναν οι άνθρωποι των σπηλαίων. Εδώ όμως υπάρχει ένα φιλόξενο Ελληνικό σπίτι. Ο δάσκαλος Χρήστος Καλυβόπουλος κάνει ότι μπορεί για να μας περιποιηθεί. Ιδιαίτερα εμένα, που υποφέρω απ’το στομάχι μου. Το πρωί ξεκινάμε για το Αργυρόκαστρο».
Αυτά γράφει ο Ελληνας Ανθυπολοχαγός για την φιλόξενη Δούβιανη.

 Η Δούβιανη τόπος τιμής για άγνωστο Ελληνα μαχητή του’40

Ο τάφος του άγνωστου Ελληνα στρατιώτη



Στις 6 Δεκεμβρίου 1940, το πρωί λίγο πιο έξω απ’το χωριό σε μία χαράδρα βρέθηκε νεκρός ένας Ελληνας μαχητής. Είχε ξεπαγιάσει. Οι κάτοικοι τον πήραν και τον τίμησαν όπως έπρεπε. Τον έθαψαν με τιμές στο νεκροταφείο του χωριού τους, τοποθέτησαν στον τάφο του ένα πέτρινο σταυρό και άναβαν το κεράκι τους όταν μπορούσαν.





Το μνημείο του άγνωστου Ελληνα στρατιώτη





Το 2002 με τη φροντίδα της Δουβιανίτισσας καθηγήτριας Αγγελικής Γκάτζαρου στήθηκε μνημείο στον τάφο του άγνωστου Ελληνα φαντάρου, που έμεινε για πάντα στη Δούβιανη για να φωτίζει με τη φλόγα του καντηλιού την ανθρωπότητα να βλέπει τα ολέθρια αποτελέσματα και τα εγκλήματα των φασιστικών στρατευμάτων.
Η Δουβιανίτισσα ποιήτρια Αλκμήνη Μπούνταλη–Καραγιάννη έγραψε για τον άγνωστο Ελληνα φαντάρο, που φιλοξενεί το νεκροταφείο του χωριού της, το ακόλουθο ποίημα, που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή της με τον τίτλο ΕΙΡΗΝΗ την οποία με χαρά επιμελήθηκα το 2007.

ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Το όνομα σου δε μαθεύτηκε ποτέ,
όσα κι αν πέρασαν χρόνια,
είσαι άγνωστος φαντάρος για μας,
που πολέμησες στα κρύα και στα χιόνια.

Ήσουν τότε 20χρονο παιδί
κι άφησες το σπίτι, τους γονείς σου
κι έτρεξες με τους άλλους στην πρώτη γραμμή,
στο κάλεσμα που σου' κανε η πατρίδα η λατρευτή.

Και είπες κι εσύ το ΟΧΙ στους κατακτητές,
ανδρείο παλικάρι του '40,
μα δεν ξαναγύρισες ποτές
κι έφυγες απ' τους δικούς σου για πάντα.

Πέρασαν χρόνια, δύσκολοι καιροί
κι αυτή σε περιμένει η καημένη,
μα μια άλλη μάνα στη αγκαλιά της σε κρατεί
κι αυτή ειν' η Βόρειο Ήπειρος η πονεμένη.

Και σου έριξε τρισάγιο, σ' άναψε κερί
και σου 'φερε λουλούδια μυρωμένα
και σου είπε: παλικάρι μου εγώ είμαι
η δεύτερη μάνα για σένα.

Πέρασαν χρόνια κι όλες οι γενιές,
που θα περνούν δεν θα μάθουν τ όνομα σου
"ο άγνωστος στρατιώτης" θε να λένε
θα βγάζουν το καπέλο και θα σκύβουνε μπροστά σου !..