Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Μαρτυρίες και βιώματα μαχητών του'40 -Αναστάσιος Ριζόγιαννης από Κορινθία

Συνεχίζοντας την ιστορική μου έρευνα για τους πεσόντες του’40 και τα γεγονότα της εποχής εκείνης, εντόπισα ένα χειρόγραφο 84 σελίδων του μαχητή του’40 Αναστασίου Ευαγ. Ριζόγιαννη από το χωριό Στεφάνι Κορινθίας.
Λοχίας Αναστάσιος Ριζόγιαννης
 Αντίγραφο του χειρόγραφου αυτού (μαζί με άλλα στοιχεία), μου παραχώρησε ο γιός του Σωτήρης Ριζόγιαννης, τον οποίο και ευχαριστώ.
Τέτοιου είδους χειρόγραφα γραμμένα από μαχητές του’ 40 είναι μια αυθεντική πηγή πληροφόρησης για την έρευνά μου.
Το χειρόγραφο αυτό εκτός από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιλαμβάνει, καταγράφει και γεγονότα από την καθημερινότητα στο μέτωπο.
Οι μαρτυρίες αυτές από ανθρώπους που πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις αυτού του αγώνα εφόσον διασταυρωθούν και συμπληρωθούν και από άλλες πηγές, πλουτίζουν την ιστορία και μας δίνουν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο μέτωπο.
Ο Αναστάσιος Ριζόγιαννης γεννήθηκε το έτος 1913 στο χωριό Στεφάνι Κορινθίας. Ασχολείτο  με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του’40 μαζί με τα 2 αδέλφια του παράτησε το βιος και τα ζωντανά του και παρουσιάστηκε αυθημερόν στο 6Ο Σύνταγμα πεζικού Κορίνθου.

Εκεί έμεινε δύο ημέρες μέχρι να συγκεντρωθούν οι επίστρατοι.
Επιβιβαστήκαμε γράφει σε καράβια τα οποία μας έβγαλαν στο Μεσολόγγι.
Μετά από συνεχή πορεία 350 χιλιομέτρων και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες φθάσαμε στην Κακαβιά.
Στις 30 Νοεμβρίου 1940 το Σύνταγμά μας είχε φθάσει κοντά στα υψώματα του χωριού Βουλιαράτι. Ο καιρός είναι άσχημος, το κρύο διαπεραστικό και χιόνια σκέπασαν τα υψώματα.
Την 1η Δεκεμβρίου το 6Ο Σύνταγμα καταλαμβάνει μετά από σκληρό αγώνα το ύψωμα Αγίου Αθανασίου στο Βουλιαράτι και εκτοπίζει τους Ιταλούς. Η μάχη σκληρή και συνάμα φονική.
Το ύψωμα Αγίου Αθανασίου 
Εδώ τραυματίστηκε και ένας στρατιώτης από το χωριό Αθίκια Κορινθίας που λεγόταν Μιχαήλ Τζαναβάρας. Τον φορτώθηκα στους ώμους μου και τον κατέβασα πιο κάτω για να τον προωθήσουν οι τραυματιοφορείς προς τα πρόχειρα νοσοκομεία γιατί η περιοχή βαλλόταν από το ιταλικό πυροβολικό.

Εμαθα αργότερα ότι ο πατέρας του ήλθε στο χωριό μου, συνάντησε τον πατέρα μου και του είπε με συγκίνηση ότι το παιδί μου είναι στη ζωή χάρη στο λοχία Ριζόγιαννη.
Συνεχίσαμε την εκδίωξη των ιταλών στα υψώματα Πλατυβουνίου προς το Αργυρόκαστρο και αιχμαλωτίσαμε περί τους 180 -200 ιταλούς.
Εγώ πολέμαγα «γδιτός» από τη μέση και πάνω λόγω του ενθουσιασμού που είχα.
Αφού καταλάβαμε το Αργυρόκαστρο δόθηκε διαταγή να γυρίσουμε πίσω και να κατευθυνθούμε προς τους Αγίους Σαράντα. Μετακινήθηκαμε υπό συνεχή βροχή προς το Δέλβινο.
Για να φθάσουμε στους Αγίους Σαράντα και να προλάβουμε τους ιταλούς έπρεπε να διαβούμε ένα ποτάμι [1]. Σ’αυτό το ποτάμι περάσαμε ολονυκτίς υπό συνεχή βροχή. Περάσαμε καβάλα πάνω στα ζώα και τα ορμητικά νερά έφθαναν μέχρι τη μέση του ζώου. Το ποτάμι παρέσυρε δύο στρατιώτες.
Παρακάμψαμε την πόλη των Αγίων Σαράντα και κατευθυνθήκαμε προς τα υψώματα της Χειμάρας.
Παραπλεύρως του δρόμου που περάσαμε είναι τρία παραθαλάσσια χωριά όπου εκεί είδαμε βαθιά μέσα στη θάλασσα τον ιταλικό στόλο να μας βάζει με τα πυροβόλα και να οργώνει τα πάντα. Ευτυχώς δε σκοτώθηκε κανένας. Προχωρήσαμε στα υψώματα προ της Χειμάρας.
Προ της Χειμάρας το χωριό Κηπαρό





Στις 17 Δεκεμβρίου έριξε πολύ χιόνι, το κρύο δυνατό και τη νύκτα την περνούσαμε κάτω από τις βελανιδιές, αφού στρώναμε κλαδιά πάνω στο χιόνι για να μην παγώσουμε.
Από φαγητό μη ρωτάτε, ένα κύπελλο κονιάκ και μια "πλόχερη" σταφίδα μαύρη την οποία περιμέναμε να μας την φέρουν οι ημιονηγοί στις 12 τα μεσάνυχτα.
Εκεί στα υψώματα της Χειμάρας η ιταλική αεροπορία γάζωνε τα πάντα αλλά δε σκότωσε κανένα, τα δε μουλάρια οι ημιονηγοί τα έδεναν την ημέρα κάτω από τις βελανιδιές. Μόνο τη νύκτα κυκλοφορούσαν[2].
Στις 22 προς 23 Δεκεμβρίου καταλάβαμε τη Χειμάρα. Μείναμε όλη τη νύκτα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων.
Τα ξημερώματα αναχωρήσαμε νύκτα για τα πέριξ της Χειμάρας υψώματα γιατί αν δεν τα καταλαμβάναμε η πόλη δεν προφυλασσόταν.
Με οδηγούς ανθρώπους από τη Χειμάρα καταλάβαμε τα υψώματα, εκτοπίσαμε τους ιταλούς και συλλάβαμε και αιχμαλώτους.
Σε ένα ύψωμα  ήταν και ένα μοναστήρι [3] το οποίο καταλάβαμε. Οι ιταλοί έριξαν όλες τις δυνάμεις πάνω μας, το εγκαταλείψαμε, αργότερα το ξαναπήραμε και πάλι το εγκαταλείψαμε.
Τα υψώματα πάνω απ'τη Σκουτάρα
Εκεί λοιπόν κατά τη σκληρή μάχη τραυματίστηκα από ριπή πολυβόλου. Δέχτηκα τρεις σφαίρες και έπεσα κάτω αναίσθητος. Την ημέρα εκείνη 26 Δεκεμβρίου σκοτώθηκαν και αρκετοί στρατιώτες του Συντάγματός μας[4].
Εμένα από τα υψώματα της Χειμάρας με μετέφεραν πολίτες  στην άκρη της πόλεως όπου ήταν δημόσιος δρόμος και μας περίμεναν νοσοκομειακά αυτοκίνητα. Μας μετέφεραν στους Αγίους Σαράντα.
Εκεί μας ξάπλωσαν σε κάτι πατάρια και οι νοσοκόμοι κοίταζαν ποιοι είναι ζωντανοί και ποιοι πεθαμένοι.
Τους τραυματίες τους παραλάμβαναν αυτοκίνητα και τους μετέφεραν πίσω στο Δέλβινο. Εκεί οι γιατροί περιποιούνταν τα τραύματά μας και μας προωθούσαν στη Μονή Βελάς κοντά στα Γιάννενα όπου λειτουργούσε πρόχειρο νοσοκομείο.
Στο νοσοκομείο αυτό υπηρετούσε ως νοσοκόμος και ο αδελφός μου ο Οθωνας αλλά δεν με αντιλήφθηκε. Οταν μεταφέρθηκα στο Μεσολόγγι τότε το έμαθε.
Στο Μεσολόγγι έμεινα 15 ημέρες. Από εκεί με καράβι μας μετέφεραν στον Πειραιά και καταλήξαμε στην Κηφισιά στο ξενοδοχείο «ΠΑΛΛΑΣ» που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Εμεινα μέχρι την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
Μας έδιωξαν και εγώ κατέφυγα στο χωριό μου. Σε λίγο επουλώθηκαν τα τραύματά μου και άρχισα να ασχολούμαι με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και συνέχισα τη ζωή μου.
Στο χειρόγραφο ο μαχητής του’40 και τραυματίας πολέμου Αναστάσιος Ριζόγιαννης αναφέρει και τούτο το συγκινητικό.
Πρόκειται για τα μεταγωγικά τα οποία αγόγγυστα, νηστικά και πολλές φορές απετάλωτα σκαρφάλωναν στις κορυφές των βουνών και τις χαράδρες μεταφέροντας είτε το ψωμί και το κονιάκ των φαντάρων, είτε τα πυρομαχικά. Είναι οι αφανείς ήρωες εκείνου του πολέμου[5].
Γράφει λοιπόν:
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος επιτάχτηκαν και τα ζώα για να χρησιμοποιηθούν ως μεταγωγικά. Εμάς μας πήραν τρία ζώα (εννοεί τα μουλάρια). Το πρώτο το λέγαμε «Κούλο» ήταν κόκκινο, το δεύτερο «Θοδωράκη» και το τρίτο «Μούσκουρα» ήταν θηλυκό.

Όταν φθάσαμε στο μέτωπο, στα σύνορα με την Αλβανία, είδα πολλά μεταγωγικά φορτωμένα με πυρομαχικά που τα οδηγούσαν οι ημιονηγοί. Ανάμεσα στα μεταγωγικά διέκρινα και το δικό μας μουλάρι το «Θοδωράκη». Του φώναξα και με γνώρισε.
Ηταν μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής μου, που έζησα στο μέτωπο.
Ο Αναστάσιος Ριζόγιαννης τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τα πέρασε στο χωριό του.
Εφυγε απ’τη ζωή το 2004.



[1] Πρόκειται για τον ποταμό Μπίστριτσα
[2] Στο χρονικό διάστημα από 16/12-21/12/1940 στο χωριό Κηπαρό ή ύψωμα 613 σκοτώθηκαν 66 άτομα
[3] Πρόκειται για τη μονή της Παναγίας που βρίσκεται πάνω απ’τα υψώματα της Σκουτάρας
[4] Στο διάστημα 15/12 -30/12/40 στη Σκουτάρα έχασαν τη ζωή τους 44 άτομα.
[5] Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ/ΔΙΣ η συνολική δύναμη των κτηνών στα μέσα Φεβρουαρίου ανερχόταν σε 150.000 περίπου.
Ο σφοδρότατος χειμώνας του 1940, η έλλειψη δυνατότητας προστασίας των κτηνών από το μεγάλο ψύχος στα μαχόμενα τμήματα και κυρίως στις κινούμενες μονάδες είχε σαν συνέπεια τον θάνατο χιλιάδων απ’αυτά.
Ετσι μαζί με τους 8.000 στρατιώτες που έμειναν για πάντα στον Αλβανικό χώρο έμειναν και μερικές χιλιάδες κτήνη.